
Η Ινδία μπορεί συχνά να παρουσιάζεται ως μια βαθιά συντηρητική κοινωνία, με έντονες ανισότητες και παγιωμένους ρόλους φύλου. Κι όμως, την ίδια στιγμή επιχειρεί κάτι που πολλές ανεπτυγμένες χώρες δεν έχουν τολμήσει καν να δοκιμάσουν.
Ένα τεράστιο κοινωνικό πείραμα βρίσκεται σε εξέλιξη: εκατομμύρια νοικοκυρές λαμβάνουν σταθερή οικονομική ενίσχυση, μια μηνιαία εισφορά που λειτουργεί ως αναγνώριση της αμισθί οικιακής εργασίας αλλά και ως εργαλείο προσωπικής ανεξαρτησίας.
Η εισφορά αυτή, όπως εξηγεί το BBC, φτάνει τις 1.500 ρουπίες τον μήνα. Δεν θεωρείται τυπικός μισθός, ούτε συνδέεται με συμβάσεις ή επίσημη απασχόληση. Παρόλα αυτά, αποτελεί δικαίωμα για εκατομμύρια γυναίκες που σηκώνουν καθημερινά το βάρος του σπιτιού. Μπορεί το ποσό – περίπου 15 ευρώ – να φαίνεται αμελητέο με ευρωπαϊκούς όρους, όμως στην τοπική οικονομία καλύπτει μέρος από τα πιο βασικά έξοδα: σχολικά είδη, φάρμακα, τρόφιμα, μικρές ανάγκες που κάθε σπίτι αντιμετωπίζει μηνιαίως. Κι αυτό κάνει τη διαφορά.
Ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι ότι το μέτρο μοιάζει περισσότερο με μια μορφή οικουμενικού βασικού εισοδήματος, ένα σύστημα που πολλές δυτικές οικονομίες εξετάζουν εδώ και χρόνια αλλά δυσκολεύονται να εφαρμόσουν. Η Ινδία προχώρησε. Και το έκανε σε μαζική κλίμακα. Σε 12 πολιτείες, 118 εκατομμύρια γυναίκες λαμβάνουν πια άνευ όρων επιδόματα. Ένα από τα πιο φιλόδοξα πειράματα κοινωνικής πολιτικής στον κόσμο.
Η χώρα είχε ήδη μεγάλη εμπειρία σε επιδοτήσεις – από καύσιμα μέχρι σιτηρά και αγροτικές θέσεις εργασίας. Όμως η στροφή προς την άμεση χρηματοδότηση των γυναικών ήταν πιο ριζική. Η λογική είναι ξεκάθαρη: εκείνες επωμίζονται την αόρατη, απλήρωτη εργασία της φροντίδας και αποτελούν μια τεράστια εκλογική δύναμη.
Τα κριτήρια επιλεξιμότητας διαφέρουν ανά πολιτεία. Άλλες θέτουν όριο ηλικίας. Άλλες λαμβάνουν υπόψη το εισόδημα ή αποκλείουν οικογένειες με δημόσιους υπαλλήλους και ιδιοκτήτες μεγάλων περιουσιών. Όμως ο πυρήνας παραμένει κοινός: μηνιαία μεταφορά χρημάτων χωρίς όρους. Από 1.000 έως 2.500 ρουπίες, ποσά μικρά αλλά σταθερά, που αντιστοιχούν στο 5-12% του μέσου οικογενειακού εισοδήματος. Με πάνω από 300 εκατομμύρια γυναίκες να έχουν πλέον τραπεζικό λογαριασμό, η διαδικασία έγινε διοικητικά απλή.
Και οι γυναίκες; Πού κατευθύνουν αυτά τα χρήματα; Κυρίως σε ανάγκες του σπιτιού: φαγητό, σχολεία, ιατρικά έξοδα, βενζίνη. Κάποιες αποπληρώνουν μικρά χρέη. Κάποιες αγοράζουν για πρώτη φορά κάτι αποκλειστικά για τις ίδιες. Ένα μικρό κόσμημα. Μια προσωπική πολυτέλεια. Δεν αλλάζει η ζωή τους από τη μία μέρα στην άλλη. Αλλά αποκτούν ένα κομμάτι αυτονομίας που πριν δεν είχαν.
Η απουσία όρων διαφοροποιεί την Ινδία από προγράμματα όπως αυτά του Μεξικού ή της Βραζιλίας. Εκεί, τα επιδόματα συνδέονται με υποχρεώσεις – για παράδειγμα σχολική φοίτηση των παιδιών. Στην Ινδία, τα χρήματα φτάνουν ανεξάρτητα από τέτοιες προϋποθέσεις. Η Γκόα το ξεκίνησε πρώτη το 2013. Το Άσαμ ακολούθησε λίγο πριν την πανδημία. Και σύντομα, η πολιτική μετατράπηκε σε κύμα.
Το μέτρο είχε και πολιτικό αποτύπωμα. Στις εκλογές του Μπιχάρ, μια από τις φτωχότερες πολιτείες, η κυβέρνηση μετέφερε εφάπαξ 10.000 ρουπίες σε 7,5 εκατομμύρια γυναικείους λογαριασμούς. Το αποτέλεσμα; Οι γυναίκες ψήφισαν μαζικότερα από τους άνδρες και καθόρισαν την εκλογική νίκη του BJP. Οι επικριτές μίλησαν για εξαγορά ψήφων. Όμως το μήνυμα ήταν σαφές: η οικονομική ενίσχυση έχει πολιτική δύναμη.
Τι δείχνουν οι μελέτες; Στη Μαχαράστρα, το 30% των δικαιούχων δεν γράφτηκε καν στο πρόγραμμα – είτε λόγω γραφειοκρατίας είτε επειδή δεν ένιωθε πως το χρειάζεται. Αλλά όσες εντάχθηκαν, σχεδόν όλες διαχειρίστηκαν μόνες τους τους λογαριασμούς τους. Στη Δυτική Βεγγάλη, το 90% των γυναικών είχε τον πλήρη έλεγχο του λογαριασμού και το 86% αποφάσιζε μόνη της πού θα πάνε τα χρήματα.
Δεν ήταν επανάσταση. Ήταν όμως ασφάλεια. Και μια αίσθηση ότι έχουν λόγο για τις ανάγκες του σπιτιού. Στο Άσαμ, πολλές το είδαν ως αξιοπρέπεια. Όχι ως αναγνώριση της απλήρωτης εργασίας. Κι αν τις ρωτήσεις, οι περισσότερες θα σου πουν ότι εξακολουθούν να προτιμούν μια αμειβόμενη θέση εργασίας.
Ίσως όμως αυτό είναι το πρώτο βήμα. Ένα μέτρο απλό, μικρό, αλλά καθοριστικό. Ένα μέτρο που δίνει χώρο στις γυναίκες να σταθούν λίγο πιο σταθερά στα πόδια τους. Και τελικά, ένα μέτρο που δείχνει ότι ακόμη και μια κοινωνία που συχνά θεωρούμε «οπισθοδρομική» μπορεί να κάνει κάτι απίστευτα προοδευτικό.



