Συνέντευξη στο Down Town Κύπρου έδωσε ο κριτής του MasterChef, Λεωνίδας Κουτσόπουλος.
Ο σεφ ρωτήθηκε για το ριάλιτι και μεταξύ άλλων αναφέρθηκε στην ιστορία του Ζαχίρ Γιαβαρί αλλά και στον Χρήστο.
Το «MasterChef» είναι ένα reality. Το θετικό ή αρνητικό πρόσημο στη λέξη «reality» έχει να κάνει με τη διαχείριση των ανθρώπων που συμμετέχουν μέσα σε ένα παιχνίδι. Έχοντας στις οντισιόν τη δυνατότητα να δώσουμε την ευκαιρία σε κάποιους ανθρώπους να πούνε τις προσωπικές τους ιστορίες, όπως επί παραδείγματι ο Ζαχίρ φέτος, και έχοντας και την περσινή σεζόν, με τον Σελίμ, να μας εξιστορεί τη δική του ζωή -έναν άνθρωπο μαζεμένο στο καβούκι του, ο οποίος κατάφερε μετά να ανοίξει τα φτερά του, με εφαλτήριο το «MasterChef»- εμένα αυτό με χαροποιεί ιδιαίτερα.
Το reality, λοιπόν, το βάζω σε δύο κατηγορίες: Σε αυτό που πας να εκμαιεύσεις και να παρασύρεις τον κόσμο να κάνει κάτι, και σε αυτό που έχεις τις ανθρώπινες ιστορίες και μια κοινωνία που αλληλοεπιδρά μόνη της, χωρίς να παρασύρεις, χωρίς να εκμαιεύεις.
Εμείς, δεν μπήκαμε στη διαδικασία να πούμε στον Ζαχίρ «πες μας για τη ζωή σου». Ο Ζαχίρ πήρε 17 λεπτά, χωρίς να παρέμβει κανένας, και μας είπε την ιστορία του – μια ιστορία με την οποία ταυτίζονται χιλιάδες κόσμου, που βιώνουν τα προβλήματα που ζει και ο Ζαχίρ. Ήτανε εξωμαγειρικό αυτό, αν και όλα καταλήγουν στη μαγειρική – μπαίνεις στη διαδικασία να δείξεις τι συμβαίνει σε μια μικροκοινωνία που αλληλοεπιδρούν διαφορετικοί χαρακτήρες, άνθρωποι από διαφορετικό ηλικιακό εύρος και από διαφορετικές καταβολές, ταξικές ή άλλες, μαγειρεύοντας. Αυτό έχει τρομερό ενδιαφέρον! Κι όσο αυτό δεν προσβάλλει την αισθητική μου, αλλά αντίθετα μπορεί να προσφέρει κιόλας, το στηρίζω ως Λεωνίδας.
Τελικά, ο Ζαχίρ πέρασε στην επόμενη φάση γιατί ήταν καλός μάγειρας ή επειδή είχε και μια ωραία ιστορία να αφηγηθεί;
Από τις οντισιόν περνάνε χιλιάδες άνθρωποι. Έχουμε ιστορίες από πολλούς. Όλα, όμως, στο «MasterChef» αρχίζουν και τελειώνουν στο πιάτο. Κι είναι πολλές οι ιστορίες που μπορούν να το επιβεβαιώσουν αυτό. Και στα παιδιά που έχουμε επιλέξει δεν συμπεριλαμβάνονται μόνο οξύθυμοι ή νευρικοί άνθρωποι – είναι κι ο Χρήστος, για παράδειγμα, που πιο αθώο και καλοκάγαθο παιδί, δεν μπορεί να υπάρξει. Το πράγμα είναι μοιρασμένο. Όλα, όμως, επαναλαμβάνω, ξεκινάνε και τελειώνουν από το πιάτο.
Και -πονηρά σκεπτόμενοι- να θέλαμε να κάνουμε κάτι άλλο, επειδή όλοι βλέπουν ποιο είναι καλό πιάτο και ποιο όχι, δεν θα μπορούσαμε να αλλάξουμε τις διαδικασίες. Παράδειγμα, πέρσι, με τον Σελίμ, που τον αγαπούσαμε, κι εγώ είχα ταυτιστεί με την ιστορία του, τον διώξαμε τη μέρα που μαγείρεψε ένα κακό πιάτο. Τηλεοπτικά, ναι, θα τον θέλαμε μέσα στο παιχνίδι, αλλά θα ήταν άδικο να ακυρώσουμε την καλή προσπάθεια του συμπαίκτη του γιατί πολύ απλά κάποιος ήταν πιο συμπαθής στον κόσμο.