
Στη δεκαετία του ’90, πολύ πριν τα fake news γίνουν καθημερινότητα στα social media, ένα ανύπαρκτο quote έκανε τον γύρο του κόσμου και στιγμάτισε άδικα μια από τις μεγαλύτερες ποπ σταρ της εποχής — τη Mariah Carey.
Το “ρητό” που φέρεται να είπε η Carey σε δήθεν συνέντευξη του 1996 έκανε πολλούς να σοκαριστούν:
“Όταν βλέπω στην τηλεόραση αυτά τα φτωχά, πεινασμένα παιδιά σε όλο τον κόσμο, δεν μπορώ παρά να κλάψω. Δηλαδή, θα ήθελα να είμαι τόσο αδύνατη, αλλά όχι με όλες αυτές τις μύγες και τον θάνατο και τα λοιπά.”
Σκληρό; Ναι. Αλλά ψεύτικο.
Η φράση αυτή εμφανίστηκε αρχικά σε ένα σατιρικό διαδικτυακό περιοδικό που λεγόταν Cupcake, στις αρχές του 1996. Παρ’ όλα αυτά, κάποιοι δημοσιογράφοι δεν έπιασαν το σαρκασμό και την αναδημοσίευσαν ως πραγματική. Από εκεί, το “ρεπορτάζ” πέρασε σε περιοδικά όπως το VOX, και στη συνέχεια σε μεγάλα ΜΜΕ όπως το The Independent, το Ms. Magazine και ακόμη και στη στήλη του διάσημου δημοσιογράφου Herb Caen στη San Francisco Chronicle.
Μέσα σε λίγους μήνες, το ψεύτικο απόσπασμα είχε κάνει τον γύρο του κόσμου. Στην εποχή πριν από τα social media, το “viral” γινόταν μέσω περιοδικών, ραδιοφώνων και κουτσομπολιών στα τηλεοπτικά πάνελ.
Ακόμα κι όταν αποκαλύφθηκε ότι το “interview” ήταν κατασκευασμένο, η ζημιά είχε ήδη γίνει. Τα μέσα συνέχισαν να το αναπαράγουν μέχρι και τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους.
Γιατί όμως ο κόσμος πίστεψε τόσο εύκολα ένα τόσο παράλογο σχόλιο;
Ίσως γιατί έπαιζε με τα στερεότυπα: την “κακομαθημένη σταρ”, τη “ρηχή ποπ ντίβα”, την “όμορφη αλλά χωρίς ουσία”. Η Carey, που τότε είχε ήδη πετύχει τεράστια επιτυχία με επιτυχίες όπως Fantasy και Always Be My Baby, ήταν για πολλούς το “τέλειο θύμα” για μια ιστορία που επιβεβαίωνε τις προκαταλήψεις τους.
Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Η Mariah Carey όχι μόνο δεν έκανε ποτέ αυτό το σχόλιο, αλλά έχει συμμετάσχει ενεργά σε φιλανθρωπικά έργα, όπως η δημιουργία του Camp Mariah — μιας κατασκήνωσης για παιδιά από φτωχές οικογένειες στη Νέα Υόρκη, μέσω της συνεργασίας της με το Fresh Air Fund.
Η υπόθεση αυτή έμεινε στην ιστορία ως ένα από τα πρώτα παραδείγματα “προ-ιντερνετικού fake news”, που αποδεικνύει πόσο εύκολα η φήμη μπορεί να ξεφύγει από τον έλεγχο — ειδικά όταν ο κόσμος θέλει να πιστέψει κάτι.