
Πριν τα social media, πριν το Netflix, πριν οι δημοσιογράφοι γίνουν influencers, υπήρξε μια γυναίκα που έκανε ρεπορτάζ με τη ζωή της. Το όνομά της ήταν Elizabeth Cochrane, αλλά ο κόσμος τη γνώρισε ως Nellie Bly — τη γυναίκα που έκανε τον κόσμο να δει το σκοτάδι μέσα στα άσυλα και να θαυμάσει το θάρρος μιας αληθινής πρωτοπόρου.
10 Μέρες στην Κόλαση
Το 1887, η 23χρονη Nellie αποφάσισε να κάνει κάτι που καμία γυναίκα (και λίγοι άντρες) θα τολμούσαν: προσποιήθηκε ότι είναι τρελή, για να την κλείσουν μέσα στο Άσυλο Γυναικών του Blackwell’s Island στη Νέα Υόρκη.
Κανείς δεν ήξερε την αλήθεια. Για δέκα μέρες έζησε σαν τρόφιμος. Υπέμεινε παγωμένα λουτρά, βία, πείνα, εξευτελισμούς. Και μετά... έγραψε.
Το ρεπορτάζ της με τίτλο «Ten Days in a Mad-House» σόκαρε την Αμερική.
Οι περιγραφές της ήταν τόσο ωμές, που το Κράτος αναγκάστηκε να αυξήσει τη χρηματοδότηση και να αλλάξει ριζικά τις συνθήκες στα άσυλα.
Η Nellie δεν είχε απλώς κάνει ρεπορτάζ. Είχε αλλάξει τον κόσμο.
Ο γύρος του κόσμου σε 72 μέρες
Δύο χρόνια αργότερα, η Nellie έκανε κάτι εξίσου τρελό — αλλά αυτή τη φορά, κυριολεκτικά έτρεχε με τον χρόνο. Εμπνευσμένη από τον ήρωα του Ιουλίου Βερν, Φιλέα Φογκ, ξεκίνησε να αποδείξει ότι μια γυναίκα μπορούσε να κάνει τον γύρο του κόσμου πιο γρήγορα απ’ όλους.
Με πλοία, τρένα, άμαξες και άπειρη αποφασιστικότητα, ολοκλήρωσε το ταξίδι της σε 72 ημέρες — σπάζοντας κάθε ρεκόρ.
Η Αμερική την υποδέχθηκε ως εθνική ηρωίδα. Ολόκληρος ο κόσμος έμαθε το όνομά της.
Από τα άσυλα στα χαρακώματα
Μετά την παγκόσμια φήμη, η Nellie παντρεύτηκε, ανέλαβε την εταιρεία του συζύγου της μετά τον θάνατό του, και όταν γύρισε στη δημοσιογραφία το 1911, ήταν πλέον μια γυναίκα με αποστολή. Κάλυψε πορείες για τα δικαιώματα των γυναικών, και ακόμη και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο από την πρώτη γραμμή.
Η κληρονομιά μιας “τρελής” με μυαλό
Η Nellie Bly πέθανε το 1922, αλλά το έργο της ζει ακόμα. Ήταν η μητέρα της ερευνητικής δημοσιογραφίας, σε μια εποχή που οι γυναίκες γράφαν μόνο για καπέλα και χορούς. Και απέδειξε πως η αλήθεια δεν αποκαλύπτεται από όσους φοβούνται να λερωθούν, αλλά από εκείνους που τολμούν να μπουν στα πιο σκοτεινά μέρη — για να φέρουν φως.