Ο Ρίτσαρντς ήταν τότε 21 ετών και είχε μόνο ένα πάθος, τα μπλουζ και ένα είδωλο, τον Τσακ Μπέρι. Εκείνο το βράδυ δεν γνώριζε πως είχε δημιουργήσει μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες στο μουσικό στερέωμα, ούτε καν ένα απλό σινγκλ. Ακόμη κι ο ίδιος δεν είχε πεισθεί ότι εκείνη η φράση, που ξεπήδησε σαν απόηχος του τραγουδιού «30 Days» του Τσακ Μπέρι, θα μπορούσε να έχει κάποιο μέλλον.
Την επομένη, ο Ρίτσαρντς έδειξε στον συνομήλικό του τραγουδιστή του συγκροτήματος, Μικ Τζάγκερ, το τραγούδι, κι εκείνος κουνώντας το κεφάλι του, συναίνεσε να το δουλέψουν, αλλά χωρίς μεγάλη πεποίθηση για το τελικό αποτέλεσμα. Ο αρχικός στίχος «I don't get no satisfaction» έγινε «I can't get no satisfaction», και οι υπόλοιποι στίχοι άρχισαν να ρέουν αβίαστα στο μυαλό τους, δίπλα στην πισίνα του Jack Tar Harrison Hotel, με τη σκληρή γλώσσα τους και τις προκλητικές εικόνες που περιγράφουν. Είναι στίχοι που εκφράζουν απόλυτα την εικόνα των Stones το μακρινό 1965: νεαροί επαναστάτες, με μεγάλο μουσικό ταλέντο και τάση για να δημιουργούν προβλήματα.
Ο Τζάγκερ είχε αποδεχθεί τον ρόλο του κοινωνικού σχολιαστή, ενάντια στους περιορισμούς της κοινωνίας, στις επιταγές του καταναλωτισμού, τα στερεότυπα της διαφήμισης. Εμπνέεται από την αδυσώπητη κριτική του Μπομπ Ντίλαν, αλλά ο λόγος του δεν μοιάζει με την ποίηση και τη διάνοια του Αμερικανού τραγουδοποιού, είναι πιο άμεσος και χυδαίος συχνά, κατορθώνει όμως να συνεγείρει εκατομμύρια νέους που συμμερίζονται το ανικανοποίητό του, που πιστεύουν ακούγοντάς το πώς έχει γραφτεί γι' αυτούς και ταυτίζονται απόλυτα : «δεν μπορώ να βρω ικανοποίηση πουθενά…».
Κι όμως ο Ρίτσαρντς δεν ήταν ευχαριστημένος. Αυτές οι τρεις επαναλαμβανόμενες νότες, εκείνο το ριφ που ανεβοκατεβαίνει…Ίσως να πρέπει να παρεμβάλλονται διαλείμματα, όπως κάνει ο Ότις Ρέντινγκ, να μην είναι συνεχόμενα. Είναι ακόμη αναποφάσιστος. Το ηχογραφεί πολλές φορές, πρώτα το Chess Studios του Σικάγου, μετά στα στούντιο της RCA στο Λος Άντζελες, όμως όπως λένε και οι στίχοι του «δεν μπορεί να βρει ικανοποίηση» από το αποτέλεσμα. Κάτι του λείπει. Ξαφνικά, η λύση έρχεται από κάποιον από μηχανής θεό: ο πιανίστας Ίαν Στιούαρτ φέρνει και του προτείνει, άθελά του, μία νέα εφεύρεση.
Είναι το μαγικό κουτί του «φαζ» (Maestro Fuzz-Tone) της Gibson. Ο Ρίτσαρντς, που πάντοτε δεν πίστευε στα διαβολικά τούτα μηχανήματα της τεχνολογίας, «είναι σαν να βάζεις ένα γ…παιδί μέσα σε ένα ζαχαροπλαστείο» έλεγε, το δοκιμάζει και η παραμόρφωση αλλάζει τα πάντα! Πλέον, δεν λείπει τίποτα από το κομμάτι. Όλη η μπάντα χτίζει τον ήχο γύρω από τη μελωδία αυτή και πλέον από εκείνη τη στιγμή και μετά, η μοίρα των Stones δεν θα είναι πια η ίδια.
Αλλά και πάλι ο Ρίτσαρντς έχει αμφιβολίες. Πως μπορεί ένα κομμάτι που προέκυψε από το ροχαλητό του να γίνει επιτυχία; Αποφασίζουν να ψηφίσουν για το εάν θα το κυκλοφορήσουν, ο ίδιος κι οι Τζάγκερ είναι αντίθετοι, όμως τα άλλα τρία μέλη του γκρουπ, ο δεύτερος, αλλά ανταγωνιστικός στα σόλα, κιθαρίστας Μπράιαν Τζόουνς, που και αυτός δεν ήταν αρχικά ενθουσιασμένος γιατί «υπήρχε πολύ Κιθ Ρίτσαρντς σε αυτό το τραγούδι», ο μπασίστας Μπιλ Γουάιμαν και ο ντράμερ Τσάρλι Γουότς τελικά ψηφίζουν υπέρ και τελικά το 45άρι με το «Satisfaction» κυκλοφορεί και συναρπάζει όλον τον κόσμο – και συνεχίζει να ενθουσιάζει ακόμη τις νεότερες γενιές, που εξακολουθούν να ταυτίζονται με τους στίχους, το πνεύμα του, το διαβολεμένο «ριφ» του.